- κοινανία
- κοινᾱνία1 company οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Schr.: κοινωνίαν codd.) P. 1.97
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κοινανία — κοινανία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοινωνία … Dictionary of Greek
κοινανία — κοινᾱνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual (doric) κοινᾱνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek